μετακομίσει

μετακομίσει
μετακόμισις
transporting
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μετακομίσεϊ , μετακόμισις
transporting
fem dat sg (epic)
μετακόμισις
transporting
fem dat sg (attic ionic)
μετακομίζω
transport
aor subj act 3rd sg (epic)
μετακομίζω
transport
fut ind mid 2nd sg
μετακομίζω
transport
fut ind act 3rd sg
μετακομίζω
transport
aor subj act 3rd sg (epic)
μετακομίζω
transport
fut ind mid 2nd sg
μετακομίζω
transport
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλφιέρι, Μπενεντέτο — (Benedetto Alfieri, Ρώμη 1700 – Τορίνο 1767). Ιταλός αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη μέχρι το 1722, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στο Πεδεμόντιο, όπου αρχικά εργάστηκε στο Άστι και το 1730 εκπόνησε τα σχέδια του νομαρχιακού μεγάρου… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… …   Dictionary of Greek

  • Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Λολομπριτζίντα, Τζίνα — (Gina Lollobrigida, Ιταλία 1927 –). Ιταλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε γλυπτική και ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 την προσέλκυσε η ηθοποιία, οπότε και εμφανίστηκε σε μερικά φιλμ …   Dictionary of Greek

  • Μάρλεϊ, Μπομπ — (Robert Nesta «Bob» Marley, Σεντ Ανς, Τζαμάικα 1945 – Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ 1981). Τζαμαϊκανός μουσικός. Ο Μ. υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της ρέγκε (reggae), ενός τοπικού μουσικού ιδιώματος της Καραϊβικής, στο οποίο ο ίδιος εισήγαγε στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Λαουρέντις, Ντίνο — (Dino De Laurentiis, Τόρε 1918 –). Ιταλός παραγωγός κινηματογράφου. Από τους διασημότερους στην πατρίδα του έγινε γνωστός στην διάρκεια της δεκαετίας του 1950 στις συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη Κάρλο Πόντι, λίγο πριν χρεωκοπήσει στην Ιταλία… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”